- τεκτικός
- -ή, -όν, Αβλ. τικτικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τικτικός — και τεκτικός, ή, όν, Α [τίκτω / τέκος] 1. αυτός που ανήκει, ή αναφέρεται στον τοκετό ή είναι χρήσιμος και κατάλληλος για τον τοκετό 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τικτικόν (ενν. φάρμακον) φαρμακευτικό παρασκεύασμα που χορηγείται στις επιτόκους … Dictionary of Greek